- χρυσαστράγαλος
- χρῡσ-αστράγᾰλος [pron. full] [ᾰγ], φιάλαA golden goblet with bottom shaped like a knuckle-bone, Sapph.170 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσαστράγαλος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσούς αστραγάλους 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει χρυσή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἀστράγαλος] … Dictionary of Greek